- πολυπτύχων
- πολύπτυχοςofmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
τρίπτυχο — Συγκρότημα 3 εικονογραφικών συνθέσεων, που συνδέονται μεταξύ τους με στροφείς, έτσι ώστε οι 2 ακραίες συνθέσεις να διπλώνονται πάνω στην κεντρική και να τη σκεπάζουν. Οι εικονογραφικές παραστάσεις επάνω στο τ. είναι συνήθως ζωγραφικές, μερικές δε … Dictionary of Greek